Την περασμένη εβδομάδα, ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης παρουσίασε το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2025-28, το οποίο αφορά τη στρατηγική της κυβέρνησης για την οικονομική διαχείριση της χώρας σε βάθος τετραετίας. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα δεσμεύεται να επιτυγχάνει ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ μέχρι το 2028, μειώνοντας τις κρατικές δαπάνες κατά 2,5% του ΑΕΠ σε σχέση με τα φορολογικά έσοδα που προέρχονται από την πραγματική οικονομία.
Η παρουσίαση του μεσοπρόθεσμου σχεδίου στο υπουργικό συμβούλιο συνδέθηκε με προσωπική επιτυχία του κ. Χατζηδάκη, καθώς κατάφερε να διαπραγματευτεί με τις Βρυξέλλες την αύξηση του ορίου πρωτογενών δαπανών από 3% σε 4%. Αυτή η εξέλιξη, που μεταφράζεται σε επιπλέον 4,1 δισ. ευρώ στην τετραετία, οφείλεται όπως δήλωσε ο ίδιος στη βελτιωμένη δημοσιονομική απόδοση της χώρας. Ωστόσο, υπάρχει προβληματισμός, καθώς παρά την επιτυχία αυτή, οι επιπλέον δαπάνες αναμένεται να κατευθυνθούν σε εξοπλιστικά προγράμματα και συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι αυξημένες λειτουργικές δαπάνες του κράτους, που ανέρχονται σε 1 δισ. ευρώ, θα απορροφηθούν από τις δαπάνες για εξοπλιστικά προγράμματα και την αύξηση των συνταξιοδοτικών επιβαρύνσεων. Η κυβέρνηση προγραμματίζει δαπάνες για την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού όπως φρεγάτες και αεροσκάφη, καθώς και για την κάλυψη των αυξημένων συνταξιοδοτικών αναγκών λόγω της αυξανόμενης αριθμητικής βάσης νέων συνταξιούχων.
Το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα περιλαμβάνει και έναν οδικό χάρτη μείωσης του δημόσιου χρέους, προβλέποντας πτώση του από 161,9% του ΑΕΠ το 2023 σε 133,4% το 2028. Ωστόσο, υπάρχει επιφυλακτικότητα για την ικανότητα επίτευξης αυτού του στόχου, ιδιαίτερα σε περίπτωση που οι αναβαλλόμενοι τόκοι από τα δάνεια ύψους 84 δισ. ευρώ ενσωματωθούν στον κρατικό προϋπολογισμό, κάτι που θα μπορούσε να εκτοξεύσει το δημόσιο χρέος στο 167,5% του ΑΕΠ.
Τα προγράμματα λιτότητας και οι περιορισμένες δαπάνες φαίνεται να μην θα επιτρέψουν αναγκαίες επενδύσεις στις κοινωνικές υπηρεσίες, όπως η υγεία και η παιδεία, πράγμα που περιορίζει τη δυνατότητα κοινωνικής ευαισθησίας. Έτσι, το πολιτικό και οικονομικό κλίμα διαμορφώνεται επικίνδυνα, αφήνοντας αναπάντητα τα ερωτήματα για τον τρόπο κάλυψης των κοινωνικών αναγκών.
Πηγή: documentonews.gr